αλατοποιήσιμος

αλατοποιήσιμος
ος , ον пригодный для градирования

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλατοποιήσιμος" в других словарях:

  • αλατοποιήσιμος — η, ο [αλατοποίηση] 1. ο επιδεκτικός αλατοποιήσεως 2. ο κατάλληλος για αλατοποίηση …   Dictionary of Greek

  • αλατοποίηση — η η μετατροπή του θαλάσσιου νερού σε αλάτι με τη μέθοδο τής εξάτμισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλατοποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατοποιήσιμος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»